- ανεπιστάτητος
- ἀνεπιστάτητος, -ον (AM)1. ο χωρίς επιστάτη, οδηγό2. ο χωρίς συμβουλή, ο ακαθοδήγητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπιστάτητος — without inspector masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτητον — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem acc sg ἀνεπιστάτητος without inspector neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστατήτοις — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτητοι — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)